πεμφρηδών

πεμφρηδών
-όνος, ἡ, Α
είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ-φρ-ηδών (< *περ-φρ-ηδών, πρβλ. τενθρ-ηδών, ανθρ-ηδών) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ- σε -μ-, συνδέεται με διάφορους τύπους εκφραστικούς θορύβων: αρμ. bor, σερβοκροατ. bumbar, αρχ. ινδ. bambhara- «μέλισσα», αρχ. άνω γερμ. bremar και λατ. fremo «βομβώ» (βλ. και λ. βρέμω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • bher-4 —     bher 4     English meaning: to roar, buzz, onomatopoeic words     Deutsche Übersetzung: in Schallworten “brummen, summen” under likewise     Note: An extension at most in *bherem “drone, grumble” and treated onomatopoeic words under bherg… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”